εφώδης

εφώδης
ἐφώδης, ὁ (Α)
εφούδ, αρχαίο εβραϊκό ένδυμα, τού οποίου η κατασκευή και η διακόσμηση διέφεραν ανάλογα με το ιερατικό αξίωμα αυτού που τό φορούσε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου
βλ. λ. εφούδ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εφώδιον — ἐφώδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ἐφώδης* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”